προκοίλι

προκοίλι
το
η προεξοχή της κοιλιάς, το υπογάστριο.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • προκοίλι — και προκιούλι, το, Ν 1. υπογάστριο 2. η κοιλιά τού προγάστορα 3. η κοιλιά ψαριού. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + κοιλιά, ή, κατ άλλη άποψη, < προκοίλιος*] …   Dictionary of Greek

  • προκοίλας — και προκοιλάς, ο, Ν αυτός που έχει προκοίλι. [ΕΤΥΜΟΛ. < προκοίλι + κατάλ. ας/ άς (πρβλ. κεφάλ ας/κεφαλ άς)] …   Dictionary of Greek

  • προκοίλης — ο, Ν [προκοίλι] αυτός που έχει μεγάλη κοιλιά, κοιλαράς, προκοίλιος* …   Dictionary of Greek

  • προκοιλιούμαι — όομαι, Α [προκοίλιος] 1. γίνομαι προκοίλιος, αποκτώ προκοίλι 2. μτφ. (κατά τον Ευστ.) «προκοιλιοῡσθαι τὸ σῶμα τοῡ μέλους τῇ παρεκβάσει» …   Dictionary of Greek

  • υπογάστριο — το 1. η κατώτερη περιοχή της κοιλιάς, το υποκοίλιο, το προκοίλι: Κλοτσιά στο υπογάστριο. 2. καθένα από τα μακρουλά ξύλα που υποστηρίζουν τη γάστρα πλοίου έτοιμου για καθέλκυση, επιτροπίδιο. 3. μτφ., ευπαθές, ευπρόσβλητο μέρος: Το υπογάστριο της… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”